- δεκάδες
- δεκάςcompany of tenfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τόγκο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει… … Dictionary of Greek
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… … Dictionary of Greek
μαντόνα — (Madonna Louise Veronica Ciccone, Ρότσεστερ 1958 –). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός. Σπούδασε χορό και ηθοποιία σε κολέγια του Μίσιγκαν και της Νότιας Καρολίνας. Το 1977 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας σπουδές χορού και δύο … Dictionary of Greek
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… … Dictionary of Greek
τριάντα — οι, τα / τριάντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) αυτοί που αποτελούνται από τρεις δεκάδες νεοελλ. 1. με το αρθρ. τού ουδ. εν. ως ουσ.) το τριάντα α) ο αριθμός που αποτελείται από τρεις δεκάδες και η συμβολική παράσταση του β) καθετί που έχει τον … Dictionary of Greek